- κολάρισμα
- το[κολαρίζω]1. η εμβάπτιση υφάσματος σε διάλυμα αμύλου, ώστε μετά το σιδέρωμα να αποκτήσει σκληρή υφή2. ο τεχνητός διαυγασμός θολού οίνου μετά τη ζύμωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολλάρισμα — το βλ. κολάρισμα … Dictionary of Greek
μαζάλισμα — το [μαζαλίζω] κολάρισμα με μάζαλη … Dictionary of Greek